ουρολογικός

ουρολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία: Ουρολογική εξέταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουρολογικός — ή, ό [ουρολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”